Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Η μοναξιά του επαναστάτη

"Θυμάμαι πόσο βαθιά πληγώθηκα όταν ύστερα από κάποιους μήνες στην ασφάλεια, με πετάξαν σ' ένα τζιπ, δεμένο με χειροπέδες παρόλο που δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος, περπάταγα με τα τέσσερα... Με φορτώνουν, που λες, σ' ένα τζιπ για το Γεντί Κουλέ. Ήξερα ότι πάω για θάνατο μου το 'χαν πει σε όλους τους τόνους στην ασφάλεια.

Ήταν Σάββατο απόγευμα καλοκαίρι.Θα 'χε μπει για τα καλά ο Ιούλιος. Περνάγαμε α

π'το Βαρδάρη, είχαν σκολάσει τα μαγαζιά, ο κόσμος μυρμήγκιαζε στους δρόμους, φορτωμένος ψώνια. Ακούμπησα τα χέρια μου με τις χειροπέδες στο παραπέτο του τζιπ, μια ματιά, μια ματιά... Ο ένας από τους χαφιέδες με κατάλαβε. «Βλέπεις ρε μαλάκα; Ποιος νοιάζεται για σένα, μαλάκα; Λες ότι πας να πεθάνεις γι' αυτούς, ποιος σε ξέρει; Τους βλέπεις; Κάνουν τα ψώνια τους, θα πάνε σπίτι τους, αύριο στα βαποράκια, Περαία, Μπαξέ, Αρέτσου, θάλασσα, παιχνίδι, κορίτσια, ποιος νοιάζεται για σένα, μαλάκα; Πας για εκτέλεση, κι είσαι μονάχα δεκάξι χρονών»...

Ένιωσα τέτοια απελπισία, τόση δυστυχία, ώστε μόλις αντάμωσα τους άλλους στην φυλακή, έβαλα τα κλάμματα. Ε, έπρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολύ, για να καταλάβω πόσο μοναδικός και πόσο μοναχικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη."

Χρόνης Μίσσιος

76 χρόνια μετά ο Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι ζει ακόμα

Σαν χτες πριν 76 χρόνια, στις 20 Νοέμβρη 1936, δολοφονείται υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, εν μέσω της άμυνας της Μαδρίτης, ο Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι, η εμβληματικότερη μορφή του αναρχικού κινήματος στον 20ό αιώνα.

Αναρχικός, συνδικαλισ
τής, πολεμιστής, στέλεχος της CNT και της FAI, πρωταγωνιστής στη συντριβή των φασιστών στη Βαρκελώνη και στην απελευθέρωση της Αραγονίας, ο Μπουεναβεντούρα Ντουρ

ρούτι γεννήθηκε το 1896 στη Λεόν. Από μικρός εργάστηκε ως μηχανουργός στα τρένα και οργανώθηκε στο σοσιαλιστικό συνδικάτο της UGT, από το οποίο αποχώρησε το 1916 για να προσχωρήσει στην αναρχοσυνδικαλιστική CNT.

Για τη συνδικαλιστική και την αναρχική του δράση, διώχθηκε, απολύθηκε, φυλακίστηκε, εξορίστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο. Αμέσως μετά το πραξικόπημα των φασιστών, υπήρξε από τους ηγέτες του εργατικού κινήματος που πήραν τα όπλα για να αποκρούσουν τους φασίστες. Στις 19 Ιουλίου του 1936, στα οδοφράγματα της Βαρκελώνης οι αναρχικοί συντρίβουν τους φασίστες και παίρνουν την πόλη στα χέρια τους, ξεκινώντας το μεγαλύτερο αυτοδιαχειριστικό πείραμα της ιστορίας. Ο Ντουρρούτι φεύγει επικεφαλής Ταξιαρχίας για να απελευθερώσει την Αραγονία και τη Σαραγόσα και να ενώσει τα δύο βιομηχανικά κέντρα της Ισπανίας. Η Ταξιαρχία Ντουρρούτι επελαύνει μέχρι έξω από τη Σαραγόσα, απελευθερώνοντας τον Κάμπο της Αραγονίας και προωθώντας την κολεκτιβοποίηση της γης των μεγαλογαιοκτημόνων. Τότε, ο Ντουρρούτι καλείται εσπευσμένα στη Μαδρίτη μαζί με την θρυλική ταξιαρχία του για να βοηθήσει στην άμυνά της. Εκεί, δολοφονείται υπό συνθήκες ακόμα άγνωστες. Το σίγουρο είναι ότι ο Ντουρρούτι αποτελούσε μεγάλο αγκάθι, όχι μόνο για τους φασίστες, αλλά και για το ΚΚ Ισπανίας που πολεμούσε την Επανάσταση στο όνομα της συμμαχίας με τους αστούς και ακόμη και για το γραφειοκρατικό εκείνο κομμάτι της CNT που είχε προσχωρήσει στον κυβερνητισμό με τον οποίο ο Ντουρρούτι διαφωνούσε.

Την κηδεία του υπολογίζεται ότι ακολούθησαν ένα στους δύο κατοίκους της Βαρκελώνης, δηλαδή περισσότεροι από 300.000 άνθρωποι.

Όταν έθεσαν στον Ντουρρούτι το ερώτημα πώς γίνεται ένας αναρχικός να πολεμάει μαζί με τη δημοκρατική κυβέρνηση, απάντησε:

«Δεν πολεμάμε τον φασισμό μαζί με τη δημοκρατική κυβέρνηση, αλλά σε πείσμα της δημοκρατικής κυβέρνησης. Ξέρουμε καλά ότι καμιά κυβέρνηση στον κόσμο δεν θέλει να τσακίσει στ’ αλήθεια τον φασισμό, γιατί οι αστοί θα χρειάζεται να καταφεύγουν σε αυτόν κάθε φορά που θα τους γλιστράει η εξουσία από τα χέρια»

Όταν του είπαν ότι ακόμα κι αν κέρδιζε τον πόλεμο η CNT θα παραλάμβανε έναν σωρό από ερείπια, είπε:

«Πάντοτε σε παραπήγματα ζούσαμε, θα αντέξουμε για λίγο ακόμα. Αλλά να ξέρετε ότι οι εργάτες δεν φοβόμαστε τα ερείπια, γιατί ξέρουμε επίσης και να χτίζουμε. Εμείς φτιάξαμε όλα τα μέγαρα, κι εδώ και στην Αμερική και παντού και θα τα ξαναφτιάξουμε ακόμα πιο όμορφα. Η αστική τάξη λοιπόν ας καταστρέψει τον κόσμο της, πριν αποχωρήσει οριστικά από το προσκήνιο της Ιστορίας. Εμείς κουβαλάμε έναν νέο κόσμο, εδώ, στις καρδιές μας. Κι ο κόσμος αυτός μεγαλώνει κάθε στιγμή. Μεγαλώνει και τώρα ακόμα που σας μιλάω»…